τέρσω

τέρσω
Α
(κυρίως μέσ. και παθ.) τέρσομαι
είμαι ή γίνομαι ξηρός, στεγνώνω («ὅταν [τὰ ῥάκεα] ἐν ἡλίῳ τέρσηται», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος θεματικός ενεστ. που ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ters- «ξηραίνω, στεγνώνω» και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. tŕsyati «διψώ» (από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας) και tarsayati «υποφέρω από δίψα», λατ. torreo «ξηραίνω, εξατμίζω» και το αρχ. άνω γερμ. derren «ξηραίνω». Από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας έχουν σχηματιστεί στην Ελληνική η λ. ταρσός βλ. λ. και η λ. τρασιά (πρβλ. και γερμ. Durst «δίψα» και πιθ. το λατ. terra «γη»). Το ρ. τέρσομαι γρήγορα αντικαταστάθηκε από τα συνώνυμα αὐαίνομαι, -ω και ξηραίνομαι, -ω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τερσήεις — εσσα, εν, Α σκληρός, άκαμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρσω, ομαι «ξηραίνομαι» + ήεις (πρβλ. τεχν ήεις, βλ. λ. όεις)] …   Dictionary of Greek

  • τερσαίνω — Α (ποιητ. τ.) αποξηραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρσω, ομαι, κατά τα ρ. σε αίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”